χορωδία

χορωδία
Σύνολο τραγουδιστών, που εκτελούν σε ταυτοφωνία ή χωρισμένοι σε περισσότερες ομάδες μια μουσική σύνθεση. Στην κοινή γλώσσα, ο όρος σημαίνει ακόμα και τα αποσπάσματα μουσικών έργων, που γράφτηκαν για χ. Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μάλιστα στο θέατρο, χρησιμοποιείται συχνά ο ιταλικός όρος κόρο. Το χορωδιακό τραγούδι ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους και θεωρείται ως ένας από τους πρώτους θεσμούς των πρωτόγονων κοινωνιών. Στην αρχαία Ελλάδα το εκτελούσαν σε ταυτοφωνία ή κατά οκτάβες, αυτός δε ο τρόπος εκτέλεσης διατηρήθηκε στο γρηγοριανό μέλος και στις λαϊκές μελωδίες. Mέχρι τον 10o αι. οι παιδικές φωνές, καθώς και οι ανδρικέςή γυναικείες, δεν χωρίζονταν σε ψηλές ή βαριές. Η διάκριση αυτή άρχισε να γίνεται από τις αρχές της πολυφωνικής μουσικής, μεταξύ 10ου και 13ου αι., εποχή κατά την οποία η χ. απέκτησε συγκεκριμένη οργάνωση. Η κανονική χ. απαρτίζεται από 4 μεικτές φωνές: υψίφωνο, μεσόφωνο, οξύφωνο και βαθύφωνο ή μπάσο. Η χ. με 3 φωνές αποτελείται από υψίφωνο, οξύφωνο και βαθύφωνο. Η χ. με ίσες φωνές εισάγει 2, 3 ή 4 φωνές παιδιών, γυναικών και ανδρών. Πολλές συνθέσεις προσφέρουν χορωδιακούς συνδυασμούς με περισσότερες από 4 φωνές. Μια χ. με 8 φωνές μπορεί να συνδυάζει ανά δύο καθεμία από τις κατηγορίες των ανδρικών ή γυναικείων φωνών. Παιδική χορωδία (φωτ. ΑΠΕ). Τραγουδιστές σε χορωδία? λεπτομέρεια από την «Καντόρια» του Λουκά ντε λα Ρόμπια. Η χορωδία της Εμπορικής Τράπεζας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η / χορῳδία, ΝΜΑ [χορῳδῶ]
άσμα που άδεται από χορό, χορικό άσμα
νεοελλ.
σύνολο τραγουδιστών που εκτελούν μια μουσική σύνθεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χορωδία — η 1. άσμα που τραγουδιέται από ομάδα ανθρώπων. 2. η ομάδα ανθρώπων που τραγουδάει ή ψέλνει το άσμα, χορός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορῳδίαν — χορῳδίᾱν , χορῳδία choral song fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Christmas with Ivi Adamou — Xristούγεννα με την Ήβη Αδάμου EP by Ivi Adamou Released December 22, 2010 (2010 12 22) Recorded 2010 Vox Studios, Athens …   Wikipedia

  • χορωδιακός — ή, ό, Ν [χορωδία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορωδία ή αυτός που εκτελείται από χορωδία (α. «χορωδιακό σύνολο» β. «χορωδιακό τραγούδι») 2. το ουδ. ως ουσ. το χορωδιακό είδος θρησκευτικής ψαλμωδίας …   Dictionary of Greek

  • Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… …   Wikipedia

  • καντάδα — Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του… …   Dictionary of Greek

  • παντομίμα — Μορφή θεάτρου στην αρχαία Ρώμη, καθαρά ρωμαϊκή δημιουργία. Τα θέματα ήταν σχεδόν πάντα μυθολογικά και τα λόγια τα τραγουδούσαν, ενώ ο ηθοποιός χόρευε σιωπηλά ή έπαιζε τους ρόλους. Το 20 π.Χ. ο Έλληνας ηθοποιός Πυλάδης εμπλούτισε την π. με μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Γουόλτον, Γουίλιαμ Τέρνερ — (Sir William Turner Walton, 1902 – 1983). Άγγλος συνθέτης. Συνέχισε ως αυτοδίδακτος τις σπουδές που είχε αρχίσει στο Christ Church της Οξφόρδης, υπό την πολύτιμη καθοδήγηση προσωπικοτήτων όπως ο Ντεντ και ο Μπουζόνι. Συνθέτης πολλών έργων για… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”